- ἐρείσατο
- ἐρείδωcause to leanaor ind mid 3rd sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐρείσατ' — ἐρείσατο , ἐρείδω cause to lean aor ind mid 3rd sg (epic ionic) ἐρείσατε , ἐρείδω cause to lean aor imperat act 2nd pl ἐρείσατε , ἐρείδω cause to lean aor ind act 2nd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 … Dictionary of Greek